- κατεπαίρομαι
- κατ-επ-αίρομαι, sich gegen einen erheben, brüsten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεπαίρομαι — (AM) (επιτ. τ. τού επαίρομαι) αλαζονεύομαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αίρομαι «υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
κατεπαίρομαι — κατά ἐπαίρω lift up and set on pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέπαρσις — κατέπαρσις, άρσεως, ἡ (Α) [κατεπαίρομαι] παρεμβολή … Dictionary of Greek
κατεπαρτικώς — κατεπαρτικῶς (Μ) επίρρ. με έπαρση, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεπαίρομαι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κατεπαρτικός] … Dictionary of Greek